Πριν λίγες εβδομάδες το νομοσχέδιο που περιέχει αλλαγές στις λυκειακές τάξεις και καθορίζει νέα μέθοδο εισαγωγής των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δόθηκε στο κοινοβούλιο προς διαβούλευση. Από εκείνη τη στιγμή δεν έχει υπάρξει ούτε μία ημέρα που η πανελλήνια μαθητική κοινότητα να μην έχει εκφράσει τη δυσαρέσκεια, την απογοήτευση και κυρίως την ανησυχία της για τούτη τη νομοθετική πρωτοβουλία που σίγουρα θα επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις στη μελλοντική μας σταδιοδρομία ως νέοι. Δυστυχώς, όμως, φαίνεται πως στην παρούσα συγκυρία οι φωνές μας δεν έχουν εισακουστεί. Παρόλες τις προσπάθειές μας να συσταθεί ένας δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ εκπαιδευτικών αρχών και μαθητών μέσω επιστολών και αναρτήσεων σε ηλεκτρονικές δημόσιες διαβουλεύσεις, δρομολογείται ακόμη αυτό το πραγματικά καταστροφικό για τη δημόσια εκπαίδευση μεταρρυθμιστικό σχέδιο.
Καταφεύγουμε, λοιπόν, σήμερα, στο έσχατο μέτρο κατά την ύστατη στιγμή. Αποφασίσαμε ομοφώνως οι μαθητές τόσο της πρώτης, όσο και της δευτέρας και της τρίτης τάξης, ευελπιστώντας πως αυτή μας η πράξη, όντας συντονισμένη με πολλά άλλα σχολεία ανά τη χώρα, θα οδηγήσει σε περίσκεψη τον υπουργό Παιδείας, να καταλάβουμε τον σχολικό χώρο και να εμποδίσουμε την κανονική διεξαγωγή των μαθημάτων εωσότου οι κυβερνητικές αρχές αρμόδιες για την παιδεία λάβουν επιτέλους υπόψη τους προβληματισμούς μας όσον αφορά το κοινώς λεγόμενο “Νέο Λύκειο”.
Πρώτα απ’ όλα, είναι αποδεκτό πως η αύξηση των διδακτικών ωρών στα μαθήματα προσανατολισμού της τρίτης λυκείου και η παράλληλη μείωσή τους στα μαθήματα γενικής παιδείας στοχεύει στην καλύτερη εμβάθυνση των μαθητών στο αντικείμενο που τους ενδιαφέρει και στη προπαρασκευή τους για ανώτερες σπουδές. Ωστόσο, το δυσανάλογο της αύξησης των διδακτικών ωρών σε σχέση με την αύξηση της ύλης σε μαθήματα όπως η Βιολογία, η Ιστορία και τα Μαθηματικά, οδηγεί σε άτοπο την παραπάνω στόχευση. Ουσιαστικά, με την προσθήκη κεφαλαίων διαφορετικής θεματικής προσέγγισης όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται εμβάθυνση, αλλά αυξάνεται κατακόρυφα η πιθανότητα απόσπασης του μαθητή εξαιτίας της ακόμη μεγαλύτερου πλάτους ύλης που θα κληθεί να καλύψει. Σε καμία περίπτωση το αναδιαμορφωμένο λύκειο, που και εμείς οραματιζόμαστε, δεν θα πρέπει να συντηρεί και να ενισχύει την παθητική στάση του μαθητή απέναντι στη γνώση.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την υποτιθέμενη ενίσχυση του ρόλου του εθνικού απολυτηρίου, θεωρούμε πως οι ισχυρισμοί του Υπουργού και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής δεν έχουν ερείσματα στην πραγματικότητα. Ζούμε σε μία εποχή όπου η αγορά εργασίας έχει γίνει δαιδαλώδης και υπερβολικά ανταγωνιστική. Οι ανοικτές θέσεις εργασίας έχουν χωριστεί σε εκείνες που απαιτούν την υψηλότερη κατάρτιση και εξειδίκευση και σε εκείνες που απαιτούν την ελάχιστη. Το εθνικό απολυτήριο, καθώς αντιπροσωπεύει τη μέση κατάρτιση, δεν συμβάλλει στην κάλυψη θέσεως εργασίας ή απλά δεν είναι απαραίτητο, ενώ δεν αποτελεί σκοπός του μαθητή στο τέλος της φοίτησής του στο λύκειο, αλλά ένα δευτερεύον μέσο–μακράν κατώτερο των πανελλήνιων εξετάσεων–που εξυπηρετεί την επιθυμία του διδασκόμενου για συνέχιση στις ανώτερες σπουδές.
Φυσικά, το κομμάτι της εκπαιδευτικής μεταρρυθμιστικής αυτής προτάσεως που μας προξενεί την περισσότερη ανησυχία είναι οι αλλαγές στη μέθοδο εισαγωγής στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Πρώτον, η ταυτόχρονη εξέταση των μαθημάτων της Έκθεσης και της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας θα έχει ως αποτέλεσμα αδυναμία του μαθητή να δώσει την απαραίτητη και ίδια σημασία στη μελέτη των δύο μαθημάτων. Δεύτερον, ο μέσος μαθητής, κατά τη διαδικασία σύνταξης του πρώτου μηχανογραφικού, θα βρεθεί αντιμέτωπος με το ιδιαίτερα κρίσιμο για τη ζωή του δίλημμα εάν αφού το καταθέσει θα επιλέξει ένα, τρόπος του λέγειν, “πράσινο” ή “κόκκινο” τμήμα. Στην πρώτη περίπτωση θα προχωρήσει στη διαδικασία των πανελλήνιων εξετάσεων με την ελπίδα ίσως να αποκτήσει τα απαραίτητα μόρια. Στην δεύτερη περίπτωση, θα επιλέξει μια “πράσινη σχολή” με την πιθανότητα, βέβαια, να χάσει ένα χρόνο από την σχολική του πορεία έχοντας αλλάξει γνώμη και να θελήσει να συμμετέχει στις Πανελλήνιες τον επόμενο χρόνο. Μετά την θεσμοθέτηση αυτού του παράλληλου συστήματος εισαγωγής το μόνο σίγουρο είναι πως πολλά τμήματα θα συγχωνευθούν, καθώς στα χρόνια μέχρι την απόλυτη προσαρμογή των μαθητών στο νέο σύστημα η προτίμηση των εξετάσεων θα είναι συντριπτικά μεγαλύτερη από αυτή της άμεσης πρόσβασης, γιατί ο αριθμός των αιτούντων σε αυτά τα τμήματα θα είναι μικρότερος του αναμενόμενου. Κατά πάσα πιθανότητα, τα τμήματα που δεν θα τύχουν συγχώνευσης θα εμφανίσουν χαμηλότερη μέση επίδοση μιας και όσοι μαθητές λάβουν υπόψη τα συσσωρευμένα γνωστικά κενά τους δεν θα θελήσουν να συμμετάσχουν στις πανελλήνιες εξετάσεις προκειμένου να μην αντικρίσουν την αποτυχία.
Βέβαια, είναι κοινή διαπίστωση ολόκληρης της σχολικής κοινότητας πως το υπάρχον σύστημα δεν είναι σε καμία περίπτωση άρτιο και ικανοποιητικό. Ως εκ τούτου, υπάρχει ανάγκη για αλλαγές οι οποίες, όμως, θα διαμορφωθούν σε βάθος χρόνου και θα είναι καρπός συνεργασίας τόσο των διδασκόμενων, όσο και των διδασκόντων και των κυβερνητικών αρχών.
Πεποίθησή μας είναι πως για να καταστεί δυνατή η εμβάθυνση του μαθητή στο γνωστικό πεδίο που έχει επιλέξει, ο όγκος της διδακτέας ύλης θα πρέπει να παραμείνει στα προ φετινής αυξήσεως επίπεδα, μολαταύτα θα πρέπει να διατηρηθεί η πρόσφατη αύξηση των διδακτικών ορών στα μαθήματα της κατευθύνσεως. Επιπρόσθετα, θα ήταν συνετή και η απόσυρση των Κειμένων από εξεταζόμενο μάθημα ή αλλιώς η ξεχωριστή τους εξέταση σε επίπεδο Πανελληνίων μιας και είναι ένα μάθημα που συμβάλλει στην πνευματική ολοκλήρωση του μαθητή. Ύστερα, το εθνικό απολυτήριο θα πρέπει να γίνει καθαρά συμβολικό και ταυτόχρονα να καταργηθεί το διπλό σύστημα εισαγωγής με ή χωρίς εξετάσεις και στη θέση του να εδραιωθεί μία μέθοδος εξέτασης που θα είναι αξιοκρατική, δε θα συντελεί στη συγχώνευση και υποβάθμιση πολλών τμημάτων, θα επιβραβεύει τους επιτυχόντες δίνοντάς τους περισσότερα κίνητρα για να προχωρήσουν και θα προβλέπει ώστε όσοι μαθητές αποτύχουν να τους δίνεται η ευκαιρία να αναθεωρήσουν και να βγουν από τη διαδικασία έχοντας υπερκαλύψει τα κενά τους.
Εν κατακλείδι, οι μαθητές, είμαστε νέοι ενεργοί, με σθένος και ορθολογική σκέψη που προτάσσουν το γενικό συμφέρον και προπαντός δεν τρέφουν αυταπάτες, αναγνωρίζουμε, επομένως, πως η κατάληψη ενός τόσο σημαντικού χώρου όσο το σχολείο δεν είναι σε καμία περίπτωση η ιδανική λύση. Μολαταύτα, είναι η πιο κατάλληλη δεδομένων των συνθηκών, είναι η πιο κατάλληλη γιατί κανείς δεν θέλουμε να πει πως είδαμε τη δημόσια παιδεία–το μέλλον μας να αποδομείται και δεν κάναμε τίποτε, δεν αντιδράσαμε. Ευελπιστούμε, λοιπόν, πως η φωνή μας θα εισακουστεί γνωρίζοντας πως η κάθε αλλαγή μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας επιβλήθηκε από τα κάτω προς τα επάνω. Καλούμε τους καθηγητές μας, τη δημοτική αρχή μαζί και όλους τους υποψήφιους βουλευτές, δημάρχους και περιφερειακούς συμβούλους του τόπου μας να υποστηρίξουν τον αγώνα για την προάσπιση του μέλλοντός μας.
Με ιδιαίτερη εκτίμηση,
Οι μαθητές του 2ου Γενικού Λυκείου Μεσολογγίου